- επιρρητορεύω
- ἐπιρρητορεύω (Α) [ρητορεύω]1. ρητορεύω, μιλώ για κάτι2. προσθέτω στο τέλος τού ρητορικού μου λόγου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιρρητορεῦσαι — ἐπιρρητορεύω declaim over aor inf act ἐπιρρητορεύω declaim over aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερρητόρευσε — ἐπιρρητορεύω declaim over aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερρητόρευσεν — ἐπιρρητορεύω declaim over aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιρρητορεύω — Α [ἐπιρρητορεύω] ρητορεύω υπερβολικά, παρασύρομαι σε ρητορικές υπερβολές … Dictionary of Greek
προσεπιρητορεύειν — πρόσ ἐπιρρητορεύω declaim over pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)